χρωματοπώλης

χρωματοπώλης
χρωμᾰτο-πώλης, ου, ,
A dealer in colours, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χρωματοπώλης — ο, Ν πωλητής χρωμάτων, βαφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα, ατος + πώλης*] …   Dictionary of Greek

  • χρωματοπώλης — ο αυτός που πουλά χρώματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… …   Dictionary of Greek

  • χρωματοπωλεί — το, Ν κατάστημα πώλησης χρωμάτων, βαφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρωματοπώλης. Η λ., στον λόγιο τ. χρωματοπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εφημερίς Συζητήσεων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”